- καταγόμενος
- κατάγωlead downpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιορδανός — ο, θηλ. Ιορδανή ο κάτοικος τής Ιορδανίας ή ο καταγόμενος από αυτήν … Dictionary of Greek
Καζάχος — ο, θηλ. Καζάχα ο κάτοικος τού Καζαχστάν ή ο καταγόμενος από αυτό … Dictionary of Greek
Καραμανίτης — Καραμανίτης, ὁ (Μ) [Καραμανία] εθν. επίθ. ο καταγόμενος από την Καραμανία ή ο κάτοικός της … Dictionary of Greek
Καρπενησιώτης — Ποταμός (15 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας στον νομό Ευρυτανίας. Διασχίζει το λεκανοπέδιο του Καρπενησίου, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. Ακολουθεί παράλληλη πορεία με την οδό Καρπενησίου Προυσού και αργότερα ενώνεται με τους ποταμούς… … Dictionary of Greek
Κιργίσιος — ο, θηλ. Κιργισία και ισία ο κάτοικος τής Κιργισίας ή ο καταγόμενος από αυτήν … Dictionary of Greek
Μεγαρίτης — ο, θηλ. Μεγαρίτισσα [Μέγαρα] ο πολίτης ή ο κάτοικος τών Μεγάρων ή ο καταγόμενος από τα Μέγαρα … Dictionary of Greek
Ναζωρεύς — Ναζωρεύς, ὁ (Μ) ο Ναζωραίος, ο καταγόμενος από την πόλη Ναζαρέτ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ναζωρ αίος, κατά τα εθν. σε εύς] … Dictionary of Greek
Νορβηγός — ο, θηλ. ή ο κάτοικος τής Νορβηγίας ή ο καταγόμενος από τη χώρα αυτή … Dictionary of Greek
Νορμανδός — θηλ. ή ο κάτοικος τής Νορμανδίας, περιοχής τής Γαλλίας, ή ο καταγόμενος από την περιοχή αυτή … Dictionary of Greek
Ουζμπέκος — θηλ. α ο κάτοικος τού Ουζμπεκιστάν, ο καταγόμενος από το Ουζμπεκιστάν … Dictionary of Greek